μεταφυτευτός

μεταφυτευτός
-ή, -ό [μεταφυτεύω]
αυτός που μπορεί να μεταφυτευθεί, επιδεκτικός μεταφύτευσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταφυτεύσιμος — η, ο [μεταφύτευση]αυτός που μπορεί νά μεταφυτευθεί, ο μεταφυτευτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”